κάψα

κάψα
Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά. (Αστροναυτ.) Συσκευή πυραύλου ερμητικά κλεισμένη, περιορισμένων διαστάσεων και μονωμένη από τον θόρυβο των κινητήρων, τη θερμότητα και την τριβή του αέρα. Εκεί μέσα μπορεί να παραμείνει ο άνθρωπος σε πλάγια θέση και δεμένος με λουριά, έχοντας όμως την ικανότητα να χρησιμοποιεί ελεύθερα τα χέρια του. Μπροστά του υπάρχουν φεγγίτες, μέσω των οποίων χειρίζεται τα όργανα και συσκευή τηλεόρασης με την οποία επικοινωνεί με τις βάσεις που υπάρχουν στη Γη. Πρόκειται για καθαρά παθητική συσκευή, χωρίς μέσα προώθησης και οδήγησης, σε αντίθεση με τον θάλαμο του αστροναύτη. (Βοτ.) Έτσι ονομάζεται ο διαρρηκτός ξηρός καρπός, ο οποίος ανοίγει αυτόματα κατά την ωρίμανση και διευκολύνει τη διασπορά των σπερμάτων που περιέχονται σε αυτόν. Στα βρυόφυτα, η κ. ονομάζεται σποριόκαψα και αντιστοιχεί στο μειοσποριάγγειο, το οποίο αποτελείται από ένα εξωτερικό προστατευτικό στρώμα άγονων κυττάρων, τον σποριογόνο ιστό εσωτερικά –ο οποίος θα εξελιχθεί σε σπόρια– και μια εσωτερική δέσμη άγονων κυττάρων, τη στήλη. Η κ. μπορεί να είναι έμμισχη ή άμισχη, ενώ ειδικά στα φυλλόβρυα, η στήλη διευρύνεται σχηματίζοντας ένα προστατευτικό κάλυμμα, το πώμα (operculum). Στα γυμνόσπερμα, η κ. αντιστοιχεί ουσιαστικά στο σποριάγγειο. Στα σπερματόφυτα, η κ. προέρχεται από σύνθετες ωοθήκες δύο ή περισσοτέρων καρποφύλλων, όπου ανάλογα με τον μηχανισμό διάρρηξης διακρίνεται σε διάφορους τύπους· έτσι, η διάνοιξη μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με απομάκρυνση των καρποφύλλων μεταξύ τους (κ. φραγμορραγής) είτε με σχισμή κατά μήκος του μέσου των τοιχωμάτων κάθε καρπόφυλλου (κ. τοιχορραγής). Τέλος, η κ. που φέρει στο επάνω μέρος μικρές οπές –απ’ όπου βγαίνουν οι σπόροι– λέγεται κωδία, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο σκυλάκι και στην παπαρούνα. (Ιατρ.) Περίβλημα σφαιρικού ή ωοειδούς σχήματος, το οποίο προορίζεται στο να διευκολύνει τη λήψη ορισμένων υγρών ή στερεών φαρμάκων που έχουν άσχημη γεύση ή οσμή. Οι κ. αυτές κατασκευάζονται είτε από ζελατίνα διαλυτή στο στομάχι είτε από γλουτένη ή κερατίνη, ουσίες διαλυτές μόνο στο αλκαλικό περιβάλλον των εντέρων. Στη μικροβιολογία, κ. ονομάζεται ένα στρώμα κολλώδους υλικού, που περιβάλλει το κυτταρικό τοίχωμα ενός ή περισσότερων βακτηρίων. Η κ. αυτή αποτελεί προστατευτικό μέσο για τα μικρόβια και φαίνεται να σχετίζεται με την παθογόνο δραστηριότητα ορισμένων στελεχών. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες θήκη και γλυκοκάλυκας. Από αριστερά, κάψες παπαβεριδών (καρπός χωρισμένος στα δύο), καρυοφυλλιδών, ιριδιδών και σωληνανθών (κάψα με δύο βαλβίδες). Από αριστερά, κάψες παπαβεριδών (καρπός χωρισμένος στα δύο), καρυοφυλλιδών, ιριδιδών και σωληνανθών (κάψα με δύο βαλβίδες). Από αριστερά, κάψες παπαβεριδών (καρπός χωρισμένος στα δύο), καρυοφυλλιδών, ιριδιδών και σωληνανθών (κάψα με δύο βαλβίδες). Από αριστερά, κάψες παπαβεριδών (καρπός χωρισμένος στα δύο), καρυοφυλλιδών, ιριδιδών και σωληνανθών (κάψα με δύο βαλβίδες).
* * *
(I)
η (ΑΜ κάψα και κάμψα)
δοχείο
νεοελλ.
1. χημ. δοχείο ημισφαιρικού σχήματος από μέταλλο ή από πυρίμαχο υλικό το οποίο χρησιμοποιείται για την τήξη διαφόρων υλών ή για την εξάτμιση υγρών κ.λπ.
2. (φαρμ.) κάψουλα*
3. βοτ. ξηρός διαρρηκτός καρπός που σχηματίζεται από πολλά καρπόφυλλα και έχει πολλές θήκες γεμάτες σπέρματα
4. ανατ. ινώδης ή ελαστικός μεμβρανώδης σχηματισμός που περιβάλλει ένα όργανο ή μια άρθρωση («νεφρική κάψα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsa «θήκη»].
————————
(II)
η
1. καύσωνας
2. πυρετός
3. μτφ. σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καψώνω με υποχωρητικό σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάψα — I (λ. λατ.), θήκη, δοχείο. II καύσωνας, πυρετός, ζέστη: Από την κάψα ξεράθηκαν τα λουλούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάψα — κάπτω gulp down aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καψά, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι Δ του ακρωτηρίου Γούδουρου, στη Σητεία της Κρήτης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 15ου αι. και ήταν αφιερωμένο στο Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στο τέλος του ίδιου αιώνα ερημώθηκε από τις επιδρομές των Τούρκων και τη συντήρησή του… …   Dictionary of Greek

  • Μονή Κάψα — Οικισμός (4 κάτ.), του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • κάμψα — Αρχαία μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Χαλκιδικής. Από εκεί πέρασε ο στόλος του Ξέρξη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του προς την Ελλάδα. Ίσως ονομαζόταν και Καναστραία. Έχουν διασωθεί ασημένια νομίσματα του 480 π.Χ. Αναφέρεται επίσης και ως… …   Dictionary of Greek

  • καψικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη 2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό α) το φυτό πιπεριά β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)] …   Dictionary of Greek

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”